έντευξη του καραβομαραγκού της μινιατούρας, καπτά Κώστα Βιντιάδη, στον Ιωσήφ Παπαδόπουλο.
Φωτογραφίες : Αρχείο Κώστα Βιντιάδη - Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
ΜΕΡΟΣ Α΄
Το μικρό, ακριτικό, και γι' αυτό ξεχασμένο, νησί της Κάσου έχει κατά καιρούς αναδείξει πολλά και μεγάλα ταλέντα στον χώρο της θάλασσας. Από μηχανικούς, καπεταναίους και εφοπλιστές, μέχρι ήρωες της Επανάστασης. Από καραβοκύρηδες και ψαράδες, μέχρι εκπληκτικούς μηχανολόγους και καραβομαραγκούς της... μινιατούρας. Τον μαστρο Μιχάλη Φωκά και τις απίστευτες μινιατούρες των μηχανών του σας τον γνώρισα ήδη : http://www.ribandsea.com/face/245-2010-01-25-11-52-57.html Σειρά έχει τώρα ένας άλλος Κασιώτης, ο καπετάν Κώστας Βιντιάδης. Ήταν αρχές του 2009, όταν έκλεισα το ραντεβού μαζί του για μια συνέντευξη και τον επισκέφτηκα στο σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο. Καθώς καθόμουν στην αναπαυτική πολυθρόνα του σαλονιού, τα μάτια μου έπεσαν στα ράφια του σύνθετου που φιλοξενούσαν μινιατούρες κάθε είδους. Τρεχαντήρια και βάρκες Συμιακών σφουγγαράδων, δίκοπες κωπηλατικές, βάρκες του Νείλου από την εποχή των Φαραώ, κινεζική τζούνκα, άμαξα με άλογο, εσωτερικό κασιώτικου σπιτιού, παλιό γραμμόφωνο, λατέρνα, λύρες και δοξάρια... Ποια χέρια, ποιες γνώσεις και πόση υπομονή πρέπει να διαθέτει κανείς, αναρωτήθηκα, για να στολίσει τα ράφια ενός σύνθετου με τέτοια αριστουργήματα; Κάπως έτσι λοιπόν άρχισε η συνομιλία μου με τον υπέροχο αυτό καραβομαραγκό της μινιατούρας.
Ιωσήφ Παπαδόπουλος : Καπτά Κώστα, πώς προέκυψε αυτός ο έρωτας για τις κατασκευές μινιατούρων;
Κώστας Βιντιάδης : Από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, θυμάμαι, είχα κλίση στη χειροτεχνία. Χρησιμοποιούσαμε τότε μια σέγα και κάτι ψιλά πριονάκια. Θα πρέπει να τα πρόλαβες κι' εσύ αυτά. Συμπληρωματικά εργαλεία είχαμε μια λίμα και ένα κομμάτι γυαλόχαρτο, αν το βρίσκαμε κι' αυτό. Κάναμε βέβαια ψιλοπράγματα μ' αυτά, τίποτε σημαντικό.
Ι.Π. : Στην Κάσο ξεκινήσατε τα πρώτα σας βήματα;
Κ.Β. : Όχι. Γεννήθηκα το 1943 στο Πορτ Σάϊδ της Αιγύπτου. Σιγά-σιγά αυτή η αγάπη για την χειροτεχνία εξελίχθηκε σε έρωτα. Μου άρεσαν πολύ τα εργαλεία και να φτιάχνω πράγματα με τα χέρια μου. Ο καϋμένος ο πατέρας μου δεν διέθετε βέβαια εργαστήριο, ώστε να πάρτω τη "μαγιά". Μια πένσα, ένα σφυρί, ένα κατσαβίδι, τα κλασσικά δηλαδή εργαλεία υπήρχαν μόνο στο σπίτι μας. Με όλα όμως καταπιανόμουνα. Μου άρεσε και ο ηλεκτρισμός και έχω φάει πολύ ξύλο γι' αυτή μου την αγάπη!
Ι.Π. : Ξύλο; Γιατί; Κάνατε ζημιές;
Κ.Β. : (Γελάει) Όχι τόσο γιατί έκανα ζημιές, όσο γιατί φοβόντουσαν μήπως καώ! Ούτε το ξύλο όμως στάθηκε ικανό να με σταματήσει! Σιγά-σιγά βέβαια ήρθε η εξέλιξη. Όταν είσαι μικρός δεν ξέρεις πώς να δουλέψεις ένα εργαλείο. Με την πάροδο του χρόνου "παίρνει" το χέρι και γίνεσαι καλύτερος. Ξέχασα να σου πω ότι από το σπίτι μας έβλεπα το κανάλι του Σουέζ και τα πλοία που έμπαιναν σ' αυτό από τη Μεσόγειο. Μπροστά λοιπόν από τα μάτια μου περνούσαν βάρκες, βαπόρια, τα πάντα. Παράλληλα, όταν πήγα για πρώτη φορά με τους γονείς μου στην Κάσο το 1949, σε ηλικία έξι ετών, ήρθα πολύ κοντά με τους ανθρώπους της θάλασσας και τις βάρκες τους.
Ι.Π. : Ζητώ συγγνώμη που διακόπτω, αλλά πήγατε για εγκατάσταση τότε στην Κάσο ή πήγατε "κοζέ"; ("κοζελίες" αποκαλούσαν την εποχή εκείνη τους ξενιτεμένους Κασιώτες που έρχονταν από την Αίγυπτο στην Κάσο για διακοπές).
Κ.Β : "Κοζελίες" είμασταν. Πήγαμε λοιπόν τότε να περάσουμε τις καλοκαιρινές διακοπές, που κράτησαν τρεις μήνες. Το 1952 πήγα και πάλι στην Κάσο με μια αδελφή του πατέρα μου. Ο λόγος ήταν ότι είχα πρόωρη ανάπτυξη και οι γιατροί είχαν συστήσει στους γονείς μου να αλλάξω κλίμα για λίγο καιρό. Είχα αγάπη με τις βάρκες και τη θάλασσα, όπως σου είπα. Το λιμανάκι της Μπούκας στην Κάσο το έχεις ζήσει και το ξέρεις, φαντάσου λοιπόν να είσαι παιδί στη Μπούκα εκείνη την εποχή! Μαζί με τις ζωντανές εικόνες που έτρεχαν μπροστά στα μάτια μου, διάβαζα και κάθε είδος βιβλίου που είχε σχέση με καράβια και κατασκευές.
Το 1959 ο πατέρας μου, που εργαζόταν στη διώρυγα, πήρε τη σύνταξή του. Φύγαμε λοιπόν από την Αίγυπτο και πήγαμε με το "Αχιλλεύς" στη γενέτειρα των γονιών μου, την Κάσο, όπου μπήκα στην πέμπτη τάξη του εξατάξιου τότε γυμνασίου. Φτάσαμε στο νησί τον Ιούλιο του 1959. Όλη η οικοσκευή μας έφτασε στο νησί με ένα τρικάταρτο συριάνικο καίκι. Τον Μάρτιο του 1960, οκτώ δηλαδή μόλις μήνες μετά την επιστροφή του στην Κάσο, ο πατέρας μου πέθανε ξαφνικά από ανακοπή στ' Αρμάθια (τ' Αρμάθια είναι το μεγαλύτερο από τα ερημονήσια που βρίσκονται βορείως της Κάσου). Φύγαμε τότε από το νησί και ήρθαμε στην Αθήνα. Η μητέρα μου έφερε βαρέως τον θάνατο του πατέρα μου και η υγεία της επιδεινώθηκε, με συνέπεια να μπαινοβγαίνει από τότε στα νοσοκομεία. Εγώ δεν μπορούσα να τα καταφέρω μόνος μου και ξαναπήγα στην Αίγυπτο, όπου έμεινα μαζί με μια θεία μου και τελείωσα εκεί το γυμνάσιο. Τρία χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα μου πέθανε και η μητέρα μου σε ηλικία 43 μόλις ετών.
Το 1961 πρωτομπαρκάρισα σε ένα μικρό, αλλά πολύ σύγχρονο για την εποχή εκείνη, καράβι, του θείου μου του Ζαχάρη, που έκανε ταξίδια στη Μεσόγειο. "Φρυδιώτης" ήταν το όνομα του καραβιού και υπηρετούσε σ' αυτό ως υποπλοίαρχος ο αδελφός μου Βασίλης. Εγώ είχα μπαρκάρει σαν δόκιμος. Εκείνη την εποχή δεν βγάζαμε κάποια Σχολή. Συμπληρώναμε τέσσερα χρόνια υπηρεσία, εκ των οποίων τα δύο έπρεπε απαραιτήτως να είναι σε ποντοπόρα πλοία, και έτσι αποκτούσαμε το δικαίωμα να δώσουμε στη συνέχεια εξετάσεις για να πάρουμε το δίπλωμα του ανθυποπλοιάρχου. Έτσι το 1963 έφυγα από το "Φρυδιώτης" και μπαρκάρισα στο "Αντάρες" του Κουλουκουντή που βρισκόταν στη Γένοβα. Πρώτο ταξίδι φορτώσαμε πετρέλαιο στη Ρουμανία και πήγαμε στην Κίνα. Στη συνέχεια το βαπόρι χρονοναυλώθηκε, για να μεταφέρει σιτάρι από την Αυστραλία και τον Καναδά στην Κίνα. Σ' εκείνο το καράβι άρχισα να νοιώθω πόνους στο πέλμα του δεξιού μου ποδιού, και ιδίως στη φτέρνα. Κάποια στιγμή η κατάσταση επιδεινώθηκε και αναγκάστηκα να ξεμπαρκάρω.
Επέστρεψα στην Ελλάδα, όπου και χειρουργήθηκα. Ήταν καλοκαίρι και έπρεπε να μείνω με φασκιωμένο το πόδι ακίνητος επί δύο μήνες! Καταλαβαίνεις τον εκνευρισμό μου. Τότε λοιπόν ξεκίνησα να φτιάχνω την πρώτη μου βάρκα. Διάλεξα μάλιστα να κάνω και δύσκολο πράγμα, ένα κωπηλατικό κανώ από μνήμης, χωρίς να έχω σχέδιο ή φωτογραφία. Λυπάμαι πολύ που δεν το έχω σήμερα...
Ι.Π. : Τι απέγινε;
Κ.Β. : Μου το ζήτησε κάποιος και το χάρισα. Τι να σου πω, έπρεπε να το είχα τώρα εδώ για να μπορείς να το συγκρίνεις με τα υπόλοιπα. Δεν θα έλεγα πάντως ότι ήταν πολύ ωραίο, ήταν όμως ένα σκάφος! Καμμία σχέση βέβαια μ' αυτά που έφτιαξα στη συνέχεια. Το δεύτερο σκάφος που έφτιαξα ήταν ένα γερμανικό σκαρί με τρία άλμπουρα. Αυτό το χάρισα στη γυναίκα του Τσιτσιλιάνη, ο οποίος ήταν καπετάνιος σε ένα άλλο καράβι του θείου μου, και υπήρξε μάλιστα κάποια εποχή και πρόεδρος της Α.Ε.Κ. Στη συνέχεια ο Τσιτσιλιάνης, με τον οποίον είχαμε γίνει φίλοι, αγόρασε το "Achaika Hope" και έγινε εφοπλιστής. Εγώ και άλλοι δύο αδελφοί μου μπαρκάραμε τότε στο καράβι εκείνο για να βοηθήσουμε την κατάσταση. Ο Βασίλης ήταν καπετάνιος, ο Μανώλης υποπλοίαρχος κι' εγώ ανθυποπλοίαρχος.
Όταν φτάσαμε στη Γαλλία, ο Μανώλης έφυγε όπως-όπως, γιατί είχε προβλήματα με κάτι πέτρες στα νεφρά του. Ανέλαβα λοιπόν εγώ τη θέση του υποπλοιάρχου. Προτού φτάσει ο Βασίλης στην Ελλάδα, εμείς ναυαγήσαμε μεταξύ Κορσικής και Σαρδηνίας! Είχε φοβερή θαλασσοταραχή, το βαπόρι ήταν πολύ παλιό, τα όργανα που είχε... ας μην το συζητήσουμε καθόλου, και πέσαμε έξω. Δεν χάθηκε βεβαίως κανένας, το πλοίο όμως θεωρήθηκε ολικώς απολεσθέν (total loss).... Θυμάσαι τα παλιά πενηντάρικα; Είχαν επάνω την αναπαράσταση μιας τριήρους. Είχα βγάλει λοιπόν ένα σχέδιο από εκείνη την τριήρη και είχα ξεκινήσει τη "ναυπήγησή" της, όσο βρισκόμουν στο καράβι, αλλά δεν την τελείωσα ποτέ...
Ύστερα από μερικές ημέρες, όταν καλμάρισε η θάλασσα, πήγαν βέβαια με τελωνειακούς στο ναυαγισμένο καράβι και μας έφεραν τα πράγματά μας, αλλά η τριήρης ήταν άσχημα "τραυματισμένη". Προσπάθησα να τη συνεφέρω, αποκατέστησα κάποιες ζημιές, αλλά είχα χάσει την διάθεσή μου και την παράτησα...
Ι.Π. : Θέλω να σε ρωτήσω κάτι καπετάνιε. Είπες ότι έβγαλες το σχέδιο της τριήρους απ' το μυαλό σου. Χωρίς σχέδια ή φωτογραφία πώς καταφέρνεις να υπολογίζεις την κλίμακα;
Κ.Β. : Είχα κάποιες πληροφορίες. Πόσα μέτρα ήταν, επί παραδείγματι. Σε άλλα σκάφη που έχω κατά καιρούς φτιάξει, όπως το τρεχαντήρι, πήρα μέτρα ο ίδιος από κάποια τρεχαντήρια που ήταν στο Καλαμάκι. Θα σου πω μάλιστα την ιστορία του τρεχαντηριού, έτσι για να γελάσουμε λίγο. Είχα κάποιο φίλο που μου ζητούσε επίμονα να τον μάθω πώς να φτιάξει κι' αυτός ένα καραβάκι. Του είπα πως χρειάζεται, απλώς, υπομονή κι' επιμονή. Πήρε λοιπόν κάποια κομμάτια ξύλο και κατάφερε να στήσει μια μικρή "Σάντα Μαρία". Μπορεί να μην ήταν τέλεια, αλλά για αρχή ήταν πολύ καλή. Στη συνέχεια, επειδή ο ελεύθερος χρόνος του ήταν πολύ περιορισμένος, τα παράτησε και δεν έφτιαξε άλλο. Μου τηλεφώνησε λοιπόν μια μέρα και μου είπε ότι κάποια κυρία θέλει να της φτιάξω ένα σκάφος για να το δωρίσει στο γιο της, ο οποίος ολοκλήρωνε εκείνη την χρονιά τις σπουδές του στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με σκοπό να τοποθετήσει το καραβάκι στο σπίτι που του είχε αγοράσει στη Μύκονο. Του απάντησα ότι δεν αναλαμβάνω να φτιάχνω μινιατούρες και να τις πουλάω και πως ό,τι φτιάχνω το κρατάω για τον εαυτό μου και τους δικούς μου ανθρώπους. Εκείνος ωστόσο επέμεινε, και με παρακάλεσε να δεχτώ το τηλεφώνημα της κυρίας και να της κάνω μια προσφορά, μήπως εκείνη απογοητευτεί και δεν προχωρήσει στην παραγγελία...
Πράγματι, ένα κυριακάτικο πρωϊνό ήρθε η κυρία αυτή στο σπίτι μου συνοδευόμενη από μια φίλη της. Την ρωτάω : "Πού θα βάλετε το σκάφος"; Μου λέει : "Σε ένα παράθυρο". Της απαντώ : "Θα πρέπει να το κλείσετε το παράθυρο και να το κάνετε βιτρίνα". "Καλή ιδέα", μου ανταπαντά. "Τι διαστάσεις έχει το παράθυρο"; την ρωτάω στη συνέχεια. "Δεν τις θυμάμαι", μου λέει. "Τα δικά μας στην Κάσο είναι γύρω στους 74 πόντους", της λέω, προσπαθώντας να την βοηθήσω, δείχνοντάς της συγχρόνως με τα χέρια μου το μέγεθος. "Εντάξει", μου λέει εκείνη. "Και τι σκάφος θέλετε"; την ρωτάω και πάλι, αναφέροντας διάφορα ελληνικά σκαριά. "Θα σας έκανε ένα τρεχαντήρι"; "Ας είναι τρεχαντήρι", συμφώνησε η κυρία και με ρωτά : "Πόσο θα στοιχίσει"; "Δεν γνωρίζω να σας πω", της απάντησα, "αλλά θα σας προτείνω το εξής. Θα ξεκινήσω την κατασεκυή του κι' εσείς θα έρθετε εν τω μεταξύ να το δείτε, γιατί όταν κλείσει η κουβέρτα δεν θα μπορείτε να δείτε τι δουλειά έχει γίνει στα ύφαλα του σκάφους ώστε να εντιμήσετε την εργασία μου. Όταν λοιπόν έρθετε και σας αρέσει, το ολοκληρώνω και το παίρνετε".
Εκεί μείναμε, κι' εγώ άρχισα τη κατασκευή του τρεχαντηριού. Όσο όμως η κόρη μου Ισαβέλλα έβλεπε το τρεχαντήρι να χτίζεται μπροστά στα μάτια της, άρχισε να στενοχωριέται επειδή μόλις ολοκληρωνόταν κάποιος θα το έπαιρνε! Ευχόταν να μην έρθει η κυρία και, πράγματι, η γυναίκα εκείνη δεν ξαναφάνηκε! Έτσι το τρεχαντήρι έμεινε στο σπίτι μας! Αν ερχόταν και μου το ζητούσε τι θα της έλεγα; Δεν σου το δίνω; Θα ερχόμουν σε πολύ δύσκολη θέση γιατί θα έπρεπε να στενοχωρήσω το παιδί μου...
Ι.Π. : Όσο καιρό ταξίδευες καπτα Κώστα με τα καράβια, έφτιαχνες μινιατούρες;
Κ.Β. : Συνήθως όχι, γιατί ούτε χρόνος περίσσευε ούτε διάθεση. Το μόνο που είχα φτιάξει σε ένα καράβι ήταν ένα πολύ μικρό καρότσι που το έσπρωχνε ένα... ζωντανό καναρίνι! Δεν αστειεύομαι καθόλου! Μου το είχε χαρίσει ο Α΄ μηχανικός και ενώ είχε άπειρα καναρίνια, μου έδωσε ο αθεόφοβος ένα θηλυκό που δεν κελαϊδούσε! Το αγάπησα όμως και ασχολήθηκα πολύ μαζί του. Έφτασα στο σημείο να του σπάω εγώ τα σπόρια για να τα τρώει! Έφτιαξα λοιπόν ένα καροτσάκι και του έμαθα να το σπρώχνει με το ράμφος του! Κάλυπτε εκείνο πέντε έως δέκα εκατοστά απόσταση και σταματούσε. Τότε εγώ του καθάριζα και του έδινα σπόρους, κι' αυτό συνέχιζε το σπρώξιμο! Μπορεί να φαίνεται απίστευτο, κι' όμως δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μπορεί να εξοικειωθεί με τον άνθρωπο αυτό το πουλί και με μια κίνηση που θα κάνεις να καταλάβει τι θέλεις...
Ι.Π. : Τα προβλήματα με το πόδι σας είχαν τελειώσει;
Κ.Β. : Όχι. Επιδεινώθηκε μάλλον το πρόβλημα, παρά επιλύθηκε. Μέχρι που ένας Άγγλος γιατρός μού συνέστησε το 1972 να φύγω απ' τα καράβια, αν δεν ήθελα να γίνει το πρόβλημα χρόνιο. Αποφάσισα λοιπόν να ακολουθήσω τις οδηγίες του, να ξεμπαρκάρω και να μην ξαναταξιδεύσω. Μπορώ να σου πω ότι δεν το μετάνοιωσα ποτέ. Μπόρεσα να κάνω οικογένεια και να δω τα παιδιά μου να μεγαλώνουν.
Ι.Π. : Με τι ασχοληθήκατε έκτοτε;
Κ.Β. : Με διάφορες δουλειές. Ανακατεύτηκα σε μια φαρμακαποθήκη, αλλά δεν πήγαμε καλά. Μετά πήγα σε ναυτιλιακό γραφείο και στη συνέχεια στην "Constellation", μια ναυτιλιακή εταιρεία που είχε δημιουργήσει αρχικώς ο Μανώλης Κουλουκουντής, αλλά είχε περιέλθει στη συνέχεια σε δύο υπαλλήλους του. Όταν, αρκετά χρόνια αργότερα, η εταιρεία αυτή πτώχευσε, πήγα στο γραφείο του αδελφού μου Βασίλη, ο οποίος ασχολείται με αγοραπωλησίες πλοίων και ναυλώσεις. Εκεί είμαι μέχρι σήμερα. Κατά την διάρκεια των πρώτων ετών έλειπα τακτικά στο εξωτερικό, γιατί παρακολουθούσα τις φορτοεκφορτώσεις των πλοίων στα διάφορα λιμάνια όπου έπιαναν. Έτσι δεν είχα ελεύθερο χρόνο να ασχοληθώ με τις μινιατούρες. Ξεκίνησα να ασχολούμαι και πάλι μερικά χρόνια αργότερα, και έφτιαξα μια δίκοπη κωπηλατική, παρόμοια με αυτήν που βλέπεις μπροστά σου, τη "Φρύνη". Όμως μου την πήραν. Μέχρι εκεί, μη ρωτάς πώς και γιατί, άσ' το. Μετά έφτιαξα το σκάφος του Νείλου και σταμάτησα.
Το 1979 γεννήθηκε η κόρη μου Ισαβέλλα. Καθώς μεγάλωνε και με παρακολουθούσε να φτιάχνω τα καραβάκια, ζητούσε επίμονα να της δώσω εργαλεία για να με βοηθήσει στην κατασκευή τους! Φοβούμενος όμως πως μπορεί να κοπεί ή να τραυματιστεί, τα έκρυψα όλα και σταμάτησα τις κατασκευές για κάποια χρόνια. Όταν πια μεγάλωσε κάπως η κόρη μου, άρχισα και πάλι να μαστορεύω. Έφτιαξα το πλοίο του Κολόμβου, τη "Σάντα Μαρία", την κωπηλατική, τη κινέζικη τζούνκα...
Ι.Π. : Συνέχισε να σας παρακολουθεί η Ισαβέλλα;
Κ.Β. : Τρελλαινόταν να παρακολουθεί! Της άρεσαν και της αρέσουν πολύ οι μινιατούρες, άλλωστε κάποιες από αυτές είναι δικές της δημιουργίες. Το άλογο της άμαξας αυτή με βοήθησε να το φτιάξω, γιατί δεν έβρισκα κάτι έτοιμο στο εμπόριο. Επίσης ασχολήθηκε και με το στόλισμα της μινιατούρας του κασιώτικου σπιτιού. Το δωμάτιο αυτό που βλέπεις είναι πανομοιότυπο με την πρόχειρη τραπεζαρία του σπιτιού της μάνας μου στην Κάσο.
Ι.Π. : Συνεχίζεις ακόμη να ασχολείσαι με τα καραβάκια, καπετάνιε, ή κουράστηκες;
Κ.Β. : Και βέβαια συνεχίζω! Θα φτιάξω τώρα κάτι που μου έχει ζητήσει ο αδελφός μου ο Μανώλης, και θα είσαι ο πρώτος που θα φωνάξω να το δει όταν το τελειώσω. Θέλει να φτιάξω το ferry boat που είχαμε στην Αίγυπτο και συνέδεε το Πορτ Σάϊδ με το Πορτ Φουάτ. Τα σκάφη εκείνα ήταν "double end", φόρτωναν και ξεφόρτωναν δηλαδή και από τις δύο πλευρές. Πλώρα πρύμα. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν υπήρχε σημείο αναφοράς, ώστε να μπορέσω να βγάλω τις διαστάσεις του πλοίου αυτού και να υπολογίσω την κλίμακα για τη μινιατούρα. Το ναυπηγείο που ναυπηγούσε εκείνες τις "παντόφλες" καταστράφηκε στον πόλεμο από τους βομβαρδισμούς και έτσι, ό,τι υλικό υπήρχε χάθηκε. Ο Μανώλης έκανε πολλές προσπάθειες, έβαλε λυτούς και δεμένους, ξεσήκωσε συλλόγους παλαιών εργαζομένων στη διώργυγα και επιτετραμμένους πρεσβειών, και κατάφερε τελικώς να βρει κάποιες παλιές φωτογραφίε. Του έλεγα όμως : "Μανώλη, το σκάφος αυτό δεν το έχω δει ποτέ στη στεριά. Πώς είναι από κάτω; Έχει δύο τιμόνια στην ίδια πλευρά";
Πέρασε κάμποσος καιρός και κάποια μέρα έμαθε ο αδελφός μου ότι ένα παλιό τέτοιο πλοίο, που το βρήκαν εγκαταλελειμμένο στη λίμνη της Ισμαηλίας, το έβγαλαν στη στεριά και το παράτησαν εκεί. Κάποιος συμμαθητής μου λοιπόν το φωτογράφισε και μου το έστειλε. Το μοναδικό πρόβλημα που αντιμετωπίζω τώρα είναι ότι δεν έχω μια φωτογραφία του πλοίου, που να είναι τραβηγμένη κάθετα στη μέση, ώστε να μπορέσω να υπολογίσω την κλίμακα. Κάνω βέβαια κάποιους υπολογισμούς, από το ύψος των επιβατών που υπάρχουν στις φωτογραφίες, και από το μέγεθος ενός ποδηλάτου που είναι φορτωμένο στο πλοίο. Περιμένω άλλη μια φωτογραφία για να ξεκινήσω.
Ι.Π. : Μένω λοιπόν στην υπόσχεσή σου καπτά Κώστα ότι, μόλις το ολοκληρώσεις ,θα με φωνάξεις να το δω. Αυτό το τρικάταρτο, που βλέπω εδώ, ποιο είναι;
Κ.Β. : Δεν είναι δικό μου. Το έφτιαξε ο μακαρίτης ο Βασιλογιώργης, αλλά μετά τον θάνατό του μπήκε ένας γάτος μέσα στο σπίτι, ο οποίος από την τρομάρα του σάλταρε πάνω στο καίκι και του προξένησε μεγάλες ζημιές! Μου το έφεραν λοιπόν και μου ζήτησαν να το επισκευάσω. Ήταν πολύ δύσκολη δουλειά, πρώτα απ' όλα γιατί δεν μου αρέσει να επεμβαίνω στη δουλειά άλλων, και δεύτερον γιατί δεν μπορούσα να μαντεύσω πώς ακριβώς το είχε φτιάξει ο Βασιλογιώργης ώστε να μπορέσω να το επαναφέρω στην αρχική του κατάσταση. Τιμόνι δεν υπήρχε, καβίλιες δεν είχε, αφαλό δεν είχε, βάση του τιμονιού δεν είχε, σαπόρτο για το πίσω πίκι δεν είχε. Υπήρχαν τα φαλάγγια, οπότε υπέθεσα ότι υπήρχε και η βάρκα, η οποία προφανώς χάθηκε, οι κουπαστές ήταν σπασμένες, το ίδιο και το άλμπουρο.
Ι.Π. : Το έχουν δει οι απόγονοι του Βασιλογιώργη μετά την επισκευή του;
Κ.Β. : Όχι. Μένει να του προσθέσω μια σημαία ακόμη και κάτι ψιλοπράγματα. Ήταν τυχερό όμως να το δεις εσύ.
Ι.Π. : Πώς θα σου φανεί που θα πρέπει τώρα να το επιστρέψεις; Δεν το νοιώθεις λίγο και σαν δικό σου;
Κ.Β. : Και βέβαια το νοιώθω σαν να είναι δικό κου, και θα μου κακοφανεί που θα το αποχωριστώ! Είναι εκπληκτικό κομμάτι άλλωστε. Ο τρόπος με τον οποίο φτιάχνω εγώ τα δικά μου σκάφη ωχριά μπροστά στον τρόπο με τον οποίο έφτιαξε ο Βασιλογιώργης αυτό! Εκείνος πήρε ένα κούτσουρο και σκάλισε τη γάστρα του σκάφους με το μάτι, χρησιμοποιώντας μόνο ένα σουγιά και μερικά κομμάτια γυαλιού! Εγώ δεν τα σκαλίζω τα δικά μου καραβάκια, απλώς τα ναυπηγώ. Αυτό που κάνω εγώ μπορείς να το κάνεις κι' εσύ, αν θέλεις και προσπαθήσεις. Αυτό που έκανε ο Βασιλογιώργης εγώ δεν μπορώ ας πούμε να το κάνω, ούτε κι' εσύ. Κοίταξε συμμετρία που έχει το σκάφος του. Από όπου και αν το κοιτάξεις, είναι συμμετρικό. Είναι τρομερά δύσκολο να το επιτύχεις αυτό σκαλίζοντας απλώς ένα κομμάτι ξύλο με ένα σουγιά! Τρομερό σκάφος! Λυπάμαι που θα το δώσω, αλλά θα έχω την ευκαιρία να πηγαίνω να το βλέπω εκεί που θα πάει. Όμως είναι αλλοιώς να σηκώνεσαι το πρωί και να το βλέπεις στο ράφι σου! Να σου πω την αλήθεια, καθυστέρησα την επισκευή του για να το έχω εδώ και να το θαυμάζω!
Ι.Π. : Πού είναι το "ναυπηγείο" σου καπετάνιε;
Κ.Β. : Καλή ερώτηση! (γελάει). Έχω ένα χώρο στο υπόγειο, αλλά δεν μπορώ να δουλέψω εκεί γιατί έχει υγρασία και δεν είναι καλό για τα ξύλα. Στο σαλόνι δεν μπορώ επίσης να δουλέψω, γιατί δημιουργείται σκόνη. Το καλοκαίρι λοιπόν δουλεύω στο μπαλκόνι και τον χειμώνα στην κουζίνα! Πρέπει βέβαια να μαζέψω τα εργαλεία όταν φθάνει η ώρα να στρωθεί το τραπέζι για το φαγητό...
Ι.Π. : Είχες ποτέ ατύχημα με κάποιο από τα καραβάκια σου;
Κ.Β. : Δεν έλειψαν τα ατυχήματα. Θυμάμαι κάποτε, που μέναμε στην Κυψέλη, είχα τοποθετήσει το σκάφος του Νείλου πάνω σ' ένα ράφι με ανεβασμένο το πανί του. Η γυναίκα μου είχε ανοίξει δύο αντικρυστά παράθυρα για να αεριστεί το σπίτι, όταν ένα ξαφνικό ρεύμα αέρα φούσκωσε τα πανιά του σκάφους και το πέταξε στο πάτωμα, δημιουργώντας μια τρύπα στα πλευρά του! Είμασταν έτοιμοι να πάμε σε κάποια ταβέρνα, θυμάμαι, αλλά εγώ θα προτιμούσα χίλιες φορές να έμενα στο σπίτι προκειμένου να επισκευάσω τη ζημιά! Ή έφαγα ή δεν έφαγα εκείνο το βράδυ, το ίδιο ήταν!
Όταν αποχαιρέτησα την οικογένεια Βιντιάδη και πάτησα το κουμπί του ανελκυστήρα που θα με προσγείωνε στην πεζή πραγματικότητα του ισογείου, θυμήθηκα τις προσπάθειες των Κασιωτών "μετρ" καραβομαραγκών της μινιατούρας στα μέσα της δεκαετίας του '80. Αναπόλησα την διακαή επιθυμία τους για συμμετοχή σε διεθνείς εκθέσεις στο εξωτερικό, και θύμωσα στη σκέψη της ταφής των ελπίδων τους από τους μετέπειτα ανεγκέφαλους διαχειριστές της εξουσίας. Τώρα, δεν είχα παρά να περιμένω με αγωνία την ολοκλήρωση της αιγυπτιακής "παντόφλας"..